Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μολυβένιος, επίθ.· βολυμένιος· μολυβένος.
-
- Που είναι κατασκευασμένος από μόλυβδο:
- (Αιτωλ., Μύθ. 4310)·
- (σε μεταφ.):
- Πάθος με κράζου τση καρδιάς και βάρος μολυβένιο (Πανώρ. Έ 9).
[<ουσ. μολύβι(ν) + κατάλ. ‑ένιος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που είναι κατασκευασμένος από μόλυβδο: