Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μισοφαγωμένος, μτχ. επίθ.· μεσοφαγωμένος.
-
- Φαγωμένος κατά το ήμισυ:
- παλιογάιδαρον … μεσοφαγωμένον από τες μύγες (Μπερτόλδος 12).
[<μισο‑ + μτχ. παρκ. του τρώ(γ)ω. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Φαγωμένος κατά το ήμισυ: