Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μισιακός, επίθ.· μισακός.
-
— Πβ. και μεσιακός.
- Που ανήκει από μισός σε δύο άτομα, συνεταιρικός:
- χωράφι μισιακόν (Βακτ. αρχιερ. 170).
[<επίθ. μισός + κατάλ. ‑ιακός. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- Που ανήκει από μισός σε δύο άτομα, συνεταιρικός: