Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μισεύω
1 εγγραφή
μισεύω· μισεύγω· μτχ. ενεστ. μισευάμενος.
  • 1)
    •  
      • α1) Αναχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι:
        • αν μισεύσειν βούλεσαι από την Ρωμανίαν, σήμερον έπαρε τα σα (Διγ. Esc. 344· Πανώρ. Έ 420
      • α2) εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι:
        • μισεύγω από την Κύπρον εις τα ξένα (Κυπρ. ερωτ. 596· Ιμπ. 249
      • α3) (με τα ρ. διαβαίνω, πηγαίνω, κ.ά. συνών.):
        • Ο Καμπανέσης όρθωσε κι εμίσεψε κι εδιάβη (Χρον. Μορ. H 1897· 5151
    • β) αποσύρομαι, αποχωρώ:
      • εμίσεψε, πάγει στην κάμερά τση (Ερωτόκρ. Γ́ 1052· Μαχ. 5223
    • γ) αποστατώ:
      • εμίσεψεν κι εδιάβη εις τον εχτρόν (Χρον. Μορ. H 3356
    • δ) διαφεύγω, ξεφεύγω:
      • ήθελε να με βάλει … σ' έν' αρχοντικό, κι εμίσεψα στανιό τση (Κατζ. Δ́ 81
    • ε) (προκ. για πλοίο, στόλο, κ.τ.ό.) αποπλέω:
      • (Πορτολ. A 32820), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2118).
  • 2) Εγκαταλείπω (κάπ.) αβοήθητο:
    • από τους χριστιανούς μηδέν μισέψεις μάλλον (ενν. συ, ο αρχιστράτηγος Μιχαήλης) (Αχέλ. 1330).
  • 3) (Μεταφ. προκ. για χρον. διάστημα) περνώ, τελειώνω:
    • η μέρα μάς μισεύγει (Ερωτόκρ. Δ́ 1772).
  • 4) (Μεταφ.)
    • α) εκλείπω, εξαφανίζομαι:
      • Μίσεψε, τρόμε μου, λοιπό και φόβε μου περίσσε (Πανώρ. Β́ 225
    • β) (προκ. για οργανική βλάβη) θεραπεύομαι:
      • να ιαθούσιν τα αμμάτια του να του μισέψει η τυφλότης (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 463).
  • 5) (Μεταφ.)
    • α) αναχωρώ από τη ζωή, πεθαίνω:
      • με θάνατον καλόν … να μισέψει (Φαλιέρ., Ρίμ. 63· Χούμνου, Κοσμογ. 2811
    • β) (με υποκ. τις λ. ψυχή, πνεύμα):
      • απήτις μισέψει η ψυχή απού το κορμίν (Αποκ. Θεοτ. II 12· Κυπρ. ερωτ. 10463
      • (προκ. για λιποθυμία):
        • με το νερό να κάμομεν να στρέψει το μισεμένο πνεύμα στο κορμί της (Πιστ. βοσκ. IV 5, 334).
  • Φρ.
  • 1) Μισεύει από τον λογισμόν μου κ. = παύω να σκέπτομαι κ.:
    • (Θησ. Γ́ [211]).
  • 2) Μισεύει ο νους μου = «χάνω τα μυαλά μου», σαστίζω, παραλογίζομαι:
    • (Λίβ. N 1206).
  • 3) Μισεύω από την ζωήν ή από τον κόσμον = πεθαίνω:
    • (Ροδινός 208), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2838).

[<ουσ. μίσσα (7. αι., Lampe) + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 9. αι. και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες