Επιτομή Λεξικού Κριαρά
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μικρός, επίθ.· σμικρός· υπερθ. ουδ. εσμικροτάτο(ν)· σμικροτάτο.
-
- 1)
- α) (Προκ. για μέγεθος, διαστάσεις, κλπ.) μικρός· μικρόσωμος:
- (Χρον. Μορ. H 8963), (Αιτωλ., Μύθ. 345)·
- (μεταφ.):
- αρχή μικρή κι αψήφιστη (Ερωτόκρ. Ά 314)·
- β) (προκ. για έκταση) μικρός:
- (Ιμπ. 529).
- α) (Προκ. για μέγεθος, διαστάσεις, κλπ.) μικρός· μικρόσωμος:
- 2)
- α) Λίγος· μηδαμινός:
- (Ερωτοπ. 446), (Πανώρ. Δ́ 269)·
- β) αδύναμος:
- (Ερωφ. Πρόλ. 76)·
- γ) (προκ. για ήχο) σιγανός:
- κτύπον μικρόν (Διήγ. παιδ. 331).
- α) Λίγος· μηδαμινός:
- 3)
- α) Κατώτερος στην τάξη, την καταγωγή, το αξίωμα, κλπ.:
- (Πανώρ. Δ́ 222)·
- μικρός στρατιώτης (Χρον. Μορ. P 4147· Διήγ. Βελ. χ 225)·
- (ως ουσ.):
- είδα μικρούς … κι εγίνησαν ρηγάδες (Φαλιέρ., Ρίμ. 200)·
- β) κατώτερος, υποδεέστερος:
- είναι μικρότατοι (ενν. οι Ρωμαίοι) εις την σοφιάν (Λίμπον. Επίλ. 24)·
- γ) ασήμαντος:
- Είπω … μικρόν αλληγορίας λόγον (Ανακάλ. 89)·
-
- δ1) ταπεινός, μικροπρεπής:
- λογισμούς … μικρούς (Ερωφ. Ά 587)·
- δ2) ελαφρός, επιπόλαιος:
- (Χρον. Μορ. H 2915).
- δ1) ταπεινός, μικροπρεπής:
- α) Κατώτερος στην τάξη, την καταγωγή, το αξίωμα, κλπ.:
- 4) Σύντομος:
- (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι Ι 2).
- 5)
- α) Μικρός στην ηλικία, νεαρός, νέος:
- ουκ είσαι χωρικούτσικον, ουδέ μικρόν νινίτσιν (Προδρ. I 194)·
- (σε επανάληψη επιτ.) πολύ μικρός:
- μικρά μικρά ερωτόπουλα (Βέλθ. 698)·
- β) (προκ. για το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας) μικρότερος:
- τον ύστερον, τον μικρόν Κωνσταντίνον (Διγ. Gr. 102).
- α) Μικρός στην ηλικία, νεαρός, νέος:
- 6) Ο υπερθ. ελάχιστος σε χρ. όταν ιερωμένος αναφέρει τον εαυτό του, για να εκφραστεί ταπεινοφροσύνη:
- Εμένα τον ελάχιστον αρχιερέων πάντων (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1142])·
- εγώ ο ελάχιστος δούλος σας Συναδινός ιερεύς (Συναδ. φ. 174v).
- Εκφρ.
- 1) Μικρός δούκας ή τοπάρχης = άρχοντας που εξουσιάζει μικρή περιοχή:
- (Χρον. σουλτ. 6436, 37), (Έκθ. χρον. 8411).
- 2) Μικρός θείος = ο πρωτεξάδελφος των γονιών:
- (Έκθ. χρον. 474).
- 3) Μικρός κόσμος = η οικουμένη, η κτίση:
- (Ανακάλ. 94).
- 4) (Προς) μικράν ώραν = για λίγη ώρα:
- (Διγ. Gr. 3077), (Διγ. Άνδρ. 3954).
- Η λ. ως προσων.:
- (Byz. Kleinchon. Á 13210, 13).
- Η λ. ως ουσ. =
- 1) Νεαρό άτομο:
- ευφραίνουνται μικροί τε και μεγάλοι (Ιμπ. 883).
- 2) (Προκ. για πτηνό) νεοσσός:
- τα μικρά των ορνίθων (Ιερακοσ. 35428).
- 3) Ο μικρότερος αδελφός ή αδελφή:
- είπεν η πρωτότοκη προς τη μικρή (Πεντ. Γέν. XIX 31).
- 4) (Στο συγκρ.) ο μαθητευόμενος, ο βοηθός:
- (Τριβ., Ρε 200).
- 5) (Ουδ.) μικρή ποσότητα ή ποσόν:
- δώσ' ελεημοσύνην εκ το μικρόν τό δύνεσαι (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 225).
- 6) (Θηλ.) σκάφος μικρού μεγέθους:
- έναν ρηγάτικον και δύο μικρές (Μαχ. 66623).
- Η γεν. μικρού επιρρ. =
- 1
- α) Σε μικρό χρονικό διάστημα, σε λίγο:
- (Ιστ. Ηπείρ. Χ18)·
- β) πριν από μικρό χρονικό διάστημα, πριν από λίγο:
- (Βίος Αλ. 4153).
- α) Σε μικρό χρονικό διάστημα, σε λίγο:
- 2) (Με επόμ. το και) σχεδόν· παραλίγο να …:
- Η μήτηρ (ενν. του αμιρά) … μικρού γαρ και ωρχήσατο από περιχαρείας (Διγ. Z 968).
[αρχ. επίθ. μικρός. Ο τ. σμ‑ αρχ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- μικροστεναγμός ο.
-
- Μικρός, σιγανός αναστεναγμός:
- (Κομν., Διδασκ. I 20).
[<επίθ. μικρός + ουσ. στεναγμός]
- Μικρός, σιγανός αναστεναγμός:
- μικρόσχημος, επίθ.
-
- (Εκκλ. προκ. για μοναχό) που φορεί το «μικρό σχήμα», αρχάριος, εισαγωγικός μοναχός:
- οι μικρόσχημοι δεν είναι τέλειοι μοναχοί, …, μόνον εισίν ομολογηταί της παρθενίας (Βακτ. αρχιερ. 165).
[<επίθ. μικρός + ουσ. σχήμα. Η λ. τον 4. αι. (TLG)]
- (Εκκλ. προκ. για μοναχό) που φορεί το «μικρό σχήμα», αρχάριος, εισαγωγικός μοναχός: