Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μιζούριον το· μιζούρι· μουζούρι· μουζούριν.
-
— Βλ. και μισσούριον.
- 1)
- α) Δοχείο ως μέτρο χωρητικότητας και βάρους καρπών, συν. δημητριακών:
- (Metrol. 13811)·
- μη κάμετε άδικο … εις το ζύγιασμα και εις το μουζούρι (Πεντ. Λευιτ. XIX 35)·
- β) προκ. για μικρή ποσότητα (δημητριακών):
- στην χώρα μας είναι ακρίβεια από στάρι, μιζούρι δεν ευρίσκεται (Ριμ. Απολλων. [248])·
- γ) προκ. για το αλάτι:
- (Rechenb. 331, 363).
- α) Δοχείο ως μέτρο χωρητικότητας και βάρους καρπών, συν. δημητριακών:
- 2) Μέτρο έκτασης:
- χιλιάδων μουζουριών χωράφια (Διήγ. πανωφ. 57).
[<ιταλ. ή βεν. misura. Ο τ. μουζούρι και σήμ. ιδιωμ. Τ. μουζούριον στο Du Cange (λ. μουσούρα)]
- 1)