Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηχάνι
4 εγγραφές [1 - 4]
μηχανία η· μηχανιά.
  • 1)
    •  
      • α1) Πονηριά, πανουργία, δολιότητα:
        • η απιστιά, η μηχανία … τήν έχουσιν … οι δολερές γυναίκες (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2075
      • α2) (χωρίς αρνητ. περιεχόμενο) επινοητικότητα, εφευρετικότητα:
        • άνθρωπος στρατιώτης … αρμόζει να έχει μηχανιάν και φρόνεσιν (Χρον. Μορ. H 4932
    • β) χρησιμοποίηση δόλου, απάτη:
      • Η μηχανιά κι η πονηριά κερδίζει την αντρείαν (Χρον. Μορ. H 4907
    • γ) υστεροβουλία, υπολογισμός:
      • με μηχανιάν και φρόνεσιν έπιασεν κι ευλογήθην την θυγάτηρ του βασιλέως (Χρον. Μορ. H 1194
    • δ) φρ. μπαίνω εις μηχανιάν μετά … = σχεδιάζω, κάνω συμφωνία με κάπ. σκεπτόμενος πονηρά, υστερόβουλα:
      • (Ιμπ. (Legr.) 883.)>
  • 2) (Συν. στον πληθ.)
    •  
      • α1) απατηλό τέχνασμα, παγίδα:
        • ίνα νικήσῃς τας αυτού (ενν. του διαβόλου) … μηχανίας (Φυσιολ. (Legr) 391
        • μικρά πουλία, πιάνεις τα μετά μηχανιάς (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 114· 199
      • α2) (χωρίς αρνητ. περιεχόμενο) έξυπνο τέχνασμα, επινόημα, εφεύρημα:
        • να 'χετε φρόνησην πολλήν, να 'χετε μηχανίες, διατί έχουν οι πολιτικές έτοιμες προξενείες (Σαχλ. B́ PM 409
    • β) πολεμικό τέχνασμα, στρατήγημα:
      • μηχανιές μεγάλες εποίησαν με δύναμιν την Τροίαν ν’ αφανίσουν (Βυζ. Ιλιάδ. 953).

[<ουσ. μηχανή, πιθ. με επίδρ. του ουσ. μαγγανεία ή των αμηχανία, κακομηχανία, κ.ά. Η λ. τον 4. αι. (Steph.)]

μηχανικός, επίθ.
  • 1) Ευφυής· επινοητικός, εφευρετικός:
    • (Έκθ. χρον. 722).
  • 2)
    • α) Δόλιος· ραδιούργος· ύπουλος:
      • το μηχανικόν … γένος, το των ευνούχων (Καλλίμ. 2286
      • μηχανική παγίδα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1487
    • β) κατασκευασμένος με σκοπό να εξαπατήσει:
      • εποίησαν το ξυλάλογον μηχανικόν και έβαλαν απέσω άνδρας αρματωμένους (Τρωικά 53317
      • έκφρ. τέχνη μηχανική = ραδιουργία, δολοπλοκία:
        • (Σπαν. A 604).
  • 3) Κατασκευασμένος με επινοητικότητα, με τέχνη:
    • τα μηχανικά … πουλία εσυνερίζοντο … τα αισθητά και ζώντα (Διγ. Z 104).
  • 4)
    • α) Που αναφέρεται σε πολεμικές μηχανές, ιδ. πολιορκητικές:
      • μηχανικά σκεύη (Δούκ. 34711
      • ξύλα … μηχανικά (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 136
    • β) πολιορκητικός:
      • μηχανικάς πράξεις (Δούκ. 42322).
  • Το αρσ. ως ουσ. = εφευρέτης ή κατασκευαστής μηχανών ή γενικ. τεχνικών έργων:
    • (Έκθ. χρον. 7212).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η πολιορκητική τέχνη· τρόποι και μέσα πολιορκίας:
    • επιτήδειος ων περί τα μηχανικά πάσαν μηχανήν κατά της πόλεως του Δυρραχίου εκίνησε (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 283).

[αρχ. επίθ. μηχανικός. Η λ. και σήμ.]

μηχανικώς, επίρρ.
  • 1) Με μηχανικά μέσα:
    • διακρατήσαι ακρόπολιν μηχανικώς (Αξαγ., Κάρολ. Έ 436).
  • 2) Με πονηριά, με δόλο:
    • (Προδρ. IV 536). [μτγν. επίρρ. μηχανικώς. Λ. ‑ά σήμ.]
μηχάνι(ν) το· μεχάνι· μουχάνι(ν).
  • Φυσερό του σιδηρουργού:
    • (Πουλολ. 177).

[παλαιότ. ουσ. μηχάνιον (5. αι.) <μηχανή + κατάλ. ‑ίον. Οι τ., κ.ά. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες