Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητρυιά
1 εγγραφή
μητρυιά η· μητρία· μητριά· μητριγιά· μητρυία.
  • Μητριά:
    • (Θησ. IÁ [654]), (Ευγέν. 1304).

[αρχ. ουσ. μητρυιά. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ιά και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες