Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μηρινθώδης, επίθ.
-
- Φτιαγμένος από σχοινί, σχοινένιος:
- κλίμακας έχουσας τας βαθμίδας μηρινθώδεις (Ψευδο-Σφρ. 3907‑8 (= Νικήτ. Χων. 54430)).
[<αρχ. ουσ. μήρινθος + κατάλ. ‑ώδης. Η λ. στο Steph.]
- Φτιαγμένος από σχοινί, σχοινένιος: