Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταγυρίζω
1 εγγραφή
μεταγυρίζω· ματαγυρίζω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Αμτβ.
      • 1) Επιστρέφω, γυρίζω πίσω:
        • μεταγυρίζει ο Γιάγκουλας εις την αυτού κατούναν (Αργυρ., Βάρν. K 260
        • (μεταφ.):
          • οι γράδες εις τα νιάτα τους πάλε ματαγυρίζου (Πανώρ. Ά 276 χφ Α κριτ. υπ).
      • 2) Μεταστρέφομαι:
        • μεταγυρίζου καθημερινά εις την θρησκείαν του δαιμονιάρη (Ροδινός 150).
      • 3) Μετανοώ:
        • να δεχθεί εκείνους οπού ματαγυρίζουσι (Χριστ. διδασκ. 425).
    • Β́ Μτβ.
      • α) Μεταβάλλω, μετατρέπω, αλλάζω κ.:
        • το κάθε κακόν … να το μεταγυρίσει και φέρει το εις καλόν (Χριστ. διδασκ. 350
      • β) αλλοιώνω, διαστρεβλώνω:
        • θέλουσι να μεταγυρίσουν το Ευαγγέλιον του Χριστού (Χριστ. διδασκ. 129).
  • II. Μέσ.
    • Ά (Αμτβ.) μεταβάλλομαι, μεταστρέφομαι (προς το καλύτερο):
      • (Καλλίμ. 246).
    • Β́ (Μτβ.) (με αντικ. τη λ. κοντάρι) στριφογυρίζω, «παίζω στο χέρι»· κραδαίνω:
      • (Λίβ. Sc. 1193).

[<πρόθ. μετά + γυρίζω. Η λ. (Βλάχ.) και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες