Επιτομή Λεξικού Κριαρά
188 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέτα η.
-
- Μάζα, σωρός·
- (ναυτ.) εδαφική έξαρση (πιθ. προκ. για καμπή της πορείας καραβιού):
- η μέτα του λιμένος λιγνή (Πορτολ. Β 382)·
- εις τη μέτα του βορέως έναι μία ξέρα … και έχει απάνω της νερό πιθαμές β́ (αυτ. Β 4126).
- (ναυτ.) εδαφική έξαρση (πιθ. προκ. για καμπή της πορείας καραβιού):
[<ιταλ. meta]
- Μάζα, σωρός·
- μετά, πρόθ.· ματά· με· μεδέ· μετέ· ?μι· μιτά.
-
- Ά Πρόθ. (με γεν. ή αιτιατ. και συχνά με τις προθ. αντάμα, μαζί + αιτιατ.)
- 1)
-
- α1) Μαζί με (για δήλ. τοπ. ή χρον. συνύπαρξης, συνάφειας, κ.τ.ό.):
- (Ιερακοσ. 3844)·
- να είναι όλοι αντάμα του, να στέκουν μετά κείνον (Αχιλλ. L 185)·
- ιστάθην με τας άλλας (Βέλθ. 595)·
- έν το δίκαιον μετ' εμάς (Θησ. (Foll.) I 35)·
- α2) (για δήλ. κοινής ενέργειας ή πάθους):
- (Βέλθ. 1177)·
- πορνικοί με τους γνησίους υιούς ουδέν κληρονομούσιν (Ελλην. νόμ. 54215)·
- να αποθάνεις μετ' εμάς και ημείς μαζί μετά σε (Παρασπ., Βάρν. C 304)·
- α1) Μαζί με (για δήλ. τοπ. ή χρον. συνύπαρξης, συνάφειας, κ.τ.ό.):
- β) και (για δήλ. κοινής πράξης, εμφάνισης, εκδήλωσης, κ.τ.ό., κυρίως ως σύνδεσμος δύο υποκ. ή αντικ.):
- (Προδρ. ΙV 20)·
- ενέμεινε ο μισέρ Τζεφρές μετά τον Καμπανέσην (Χρον. Μορ. P 1576)·
- με την χαράν η πρίκα μιαν ώραν εσπαρθήκασι (Ερωφ. Γ́ 1· Πανώρ. Έ 249), (Διγ. Esc. 579)·
- γ) συνοδεία (προσώπων):
- έρχετον μετά Ρωμαίους και Τούρκους (Χρον. Μορ. P 3709)·
- δ) φρ. ο λογισμός ή ο νους μου είναι μετά μένα = έχω τα λογικά μου:
- (Πανώρ. Έ 80), (Ερωφ. Έ 268).
-
- 2) Βοήθεια, συμπαράσταση, συνδρομή:
- με του Θεού έχομεν την Αμόχουστον (Μαχ. 43415)·
- ο Θεός σας οπού πηγαίνει μετ’ εσάς (Πεντ. Δευτ. ΧΧ 4).
- 3) Εξουσιασμός, υποταγή:
- (Ερωτόκρ. Ά 1202)·
- αυτός να δουλωθεί μετ' αύτον τον αυθέντη (Βυζ. Ιλιάδ. 596).
- 4) (Προκ. για ένδυμα) φορώντας:
- γυμνός με το βρακίν του (Βέλθ. 1110).
- 5)
- α) (Με τα ρ. ευρίσκομαι, είμαι) κατάσταση:
- Σα δυό λιοντάρια, όντε βρεθού με πείναν εις τα δάση (Ερωτόκρ. Β́ 1057· Βακτ. αρχιερ. 139)·
- β) (με κατηγορηματική μτχ.):
- Όταν ίδῃς τον ιέρακα μετά των πτερύγων αυτού συνεσφιγμένων καθήμενον (Ορνεοσ. αγρ. 55129 (έκδ. ‑ον)).
- α) (Με τα ρ. ευρίσκομαι, είμαι) κατάσταση:
- 6) Χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα (προσώπου ή πράγματος):
- σέβηκε μετά ξανθής του κόμης (Κορων., Μπούας 64)·
- οσπίτι μετά κεραμίδια (Ιστ. πατρ. 13713)·
- λεμονιά με τ' άνθη (Ch. pop. 815).
- 7)
- α) Συνοδεία (για δήλ. των συνθηκών ή των περιστατικών που συνοδεύουν μια ενέργεια ή μια κατάσταση):
- (Προδρ. ΙΙΙ 80)·
- έλεγεν μετά μεγάλα δάκρυα (Αχιλλ. L 1250)·
- με την ευχήν σου σήμερον άνδρα να τον επάρω (Ιμπ. 454)·
- β) (σε περίφραση αντί για επίρρ.):
- με θυμού (Πουλολ. 111)·
- στο σπίτι του πατέρα του με την χαρά γυρίζει (Διγ. Ο 1542)·
- γ) εκφρ.
- (1) μ(ε) (την) ανάπαυσίν (ή ανάπαψή) (μου) ή μετά αναπαύσεως, βλ. ανάπαυσις ‑ση 4 έκφρ.·
- (2) μετά βίας ή βιας = δύσκολα:
- (Ορνεοσ. αγρ. 52020)·
- α) Συνοδεία (για δήλ. των συνθηκών ή των περιστατικών που συνοδεύουν μια ενέργεια ή μια κατάσταση):
- 1)
- (με άρν.):
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1146), (Μπερτόλδος 46)·
- (3) μετά 'γειάς = ευχή σε κάπ. που απόχτησε καινούργιο ρούχο, «με γεια»:
- (Φορτουν. Δ́ 479)·
- (4) μετά σπουδής = γρήγορα, βιαστικά:
- (Πικατ. 15), (Καλλίμ. 1096)·
- (5) μετά χαράς = ευχαρίστως, πρόθυμα:
- (Ιστ. Βλαχ. 298), (Πανώρ. Γ́ 17)·
- δ) φρ. ας είν' με την υγειά σου = εσύ να 'σαι καλά! (δηλ. δεν εύχομαι κακό εναντίον σου):
- (Πανώρ. Γ́ 636).
- 8) Περιεχόμενο:
- χαρτί με γράμματα (Ερωτόκρ. Β́ 123· Ιστ. Βλαχ. 508).
- 9) Περίληψη, περιεκτικότητα:
- εβάσταζε σπόρον με σακκίν (Λίβ. Esc. 1087).
- 10) Ύλη:
- οσπίτιον … έξωθεν … μετά χαλκού (Διγ. Άνδρ. 39831)·
- κομπιά … με το μαργαριτάριν (Διγ. Εsc. 1465).
- 11)
- α) Όργανο ή μέσο:
- (Προδρ. IV 397)·
- σιγγίλιον βουλλωμένον μετά την σφραγίδαν (Ασσίζ. 10323)·
- με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω (Ερωτόκρ. Ά 258)·
- (σε μεταφ.):
- να σε δείρει ο Κύριος με τον πειρασμό (Πεντ. Δευτ. XXVIII 22)·
- β) (προκ. για πρόσωπο):
- μου μήνυσε με τον Αρμόδη (Ερωφ. Έ 277)·
- γ) (προκ. για αριθμητικές πράξεις):
- μοίρασέ τα με έξι (Καραβ. 49211).
- 12) Τρόπος:
- να τρως τον άρτον σου μετά τον ίδρωτά σου (Πικατ. 525)·
- με δύναμης τα άρπαζαν (ενν. τα άγια) (Χρον. Μορ. H 15· Ιμπ. 469), (Χρον. σουλτ. 6032).
- 13) Μέτρο:
- με την πήχη (Πεντ. Έξ. XXVI 8).
- 14) Όρος:
- έστερξε την αγάπη με τοιούτο, ότι να χαλάσουνε τον τοίχο του Εξαμιλίου (Χρον. σουλτ. 6114).
- 15) Συμφωνία, συμμόρφωση:
- να γυρέψει τον θάνατόν του με το κείμενον και με την ασσίζαν (Ασσίζ. 4663).
- 16) Αιτία:
- Εξύπνησεν η νένα της με τη φωνήν εκείνη (Ερωτόκρ. Δ́ 79).
- 17) Ποιητικό αίτιο:
- Οπού χύνει αίμα του άθρωπου με τον άθρωπο το αίμα του να χυθεί (Πεντ. Γέν. IX 6).
- 18) Εχθρική ενέργεια ή διάθεση:
- να μάχεσαι με τους κακούς (Πικατ. 343· Χρον. Μορ. P 1286), (Κυπρ. ερωτ. 215).
- 19)
- α) Αντίθεση, εναντίωση (με επόμ. το επίθ. όλος):
- Ενίκησά σε, Σολομών πάνσοφε, με όλην σου την δόξαν (Hagia Sophia ω 5354)·
- β) εκφρ. (με επόμ. το επίθ. όλος στον εν. και πληθ. ουδ. και τις αντων. εκείνο, που, τούτο και τους τ. τους στον εν. και πληθ.) = μολονότι, παρόλο που, αν και, ωστόσο:
- μ' όλον εκείνο (Πανώρ. Δ́ 43)·
- με όλον οπού (Πηγά, Χρυσοπ. 99 (21))·
- μ' όλο απού (Πανώρ. Β́ 289)·
- μ’ όλον οπού (Φορτουν. Αφ. 35)·
- μ' όλον που (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1648])·
- μ' όλο που (Ερωτόκρ. Ά 256)·
- με όλον ετούτο (Λεηλ. Παροικ. Αφ. 7)·
- με όλον τούτο (Πηγά, Χρυσοπ. 302 (10))·
- με όλον τούτον (Κυπρ. ερωτ. 15320)·
- με τούτον όλον (Ροδινός 103)·
- μ' όλο ετούτο (Πανώρ. Β́ 303)·
- μ' όλον ετούτο (Πανώρ. Β́ 363)·
- μ' όλον ετούτον (Ροδολ. Γ́ 19)·
- μ' όλον τούτο (Ερωφ. Έ 447)·
- μ' όλον τούτο οπού (Σουμμ., Ρεμπελ. 169)·
- μ' όλο τούτο (Ροδολ. Ά 9)·
- μ' όλα αυτά (Φαλιέρ., Ιστ. 428)·
- μ' όλα αυτείνα (Φαλιέρ., Ιστ. 662)·
- μ' όλα κείνα (Κατζ. Ά 361)·
- μ' όλα τούτα (Μεταξά, Επιστ. 47)·
- μ’ ούλο ετούτο (Βαρούχ. 84626).
- 20) Αναφορά:
- τέλειος θεός και άνθρωπος μετά πάντα (Συναξ. γυν. 125· Βέλθ. 191).
- 21) (Χρον.) χρονική σύμπτωση (εδώ με προηγ. την πρόθ. αντάμα):
- Αντάμα … μ' εσάς εχάσασιν το φως τους (Απόκοπ. 233).
- 22) (Χρον.) χρονική ακολουθία:
- (Ιερακοσ. 49520), (Ασσίζ. 36724)·
- (ιδιάζ. σύντ. με γεν.):
- ωνομάζετο Μουσούρ …, μετά δε του βαπτίσματος εκλήθη Ιωάννης (Διγ. Z 4169)·
- (με έναρθρ. απαρέμφ.):
- ετάχτη μετά το ορμασθήναι να δώσει του ανδρός μεγάλην προίκα (Ελλην. νόμ. 52921)·
- (με λ. που δηλώνει χρον. διάστημα):
- (Διγ. Z 2588)·
- ήλθεν με τον χρόνον και την ημέραν (Ασσίζ. 38921).
- 23) (Χρον.) βαθμιαία μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη (με το ουσ. καιρός):
- το μικρό με τον καιρόν εγίνηκε μεγάλο (Ερωτόκρ. Ά 298· Γ́ 177).
- 24) (Χρον.) εκφρ.
- α) μετά βραχύ, μετά μικρόν, με ολίγον = ύστερα από λίγο:
- (Ιερακοσ. 46420), (Καλλίμ. 2065), (Ασσίζ. 8131)·
- β) με (την) ώρα =
- (α) σύγκαιρα, ταυτόχρονα:
- (Στάθ. Β́ 3)·
- (β) έγκαιρα:
- (Διγ. Ο 318)·
- (γ) (επιτ.) πάνω στην ώρα:
- (Φορτουν. Γ́ 136)·
- (α) σύγκαιρα, ταυτόχρονα:
- γ) με τον καιρόν, βλ. καιρός Γ́3·
- δ) με τον καιρόν ομάδι = τώρα αμέσως:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 172).
- 25) Τοπική ακολουθία, διαδοχή:
- μετά στράταν ικανήν έχει κρημνώδη τόπον (Καλλίμ. 170).
- 26) Με επόμ. τις αντίθ. σε σημασ. προθ. δίχα, δίχως, διχωστάς, χωρίς κατά συμφ. αντί των απλών δίχα, δίχως, κλπ.:
- με δίχα κάψα λάμπουν τ' άστρα (Κυπρ. ερωτ. 1059· Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 151), (Ερωφ. Έ 619).
- 27) Με ρ. που δηλώνει σχέση και επικοινωνία, φιλική ή εχθρική, για σχηματ. σε θέση αντικ. ή δοτ. προσωπ. ή μη:
- να απαντηθεί … με τον ξένον (Ιμπ. 108)·
- Η Άντρος με τα Ψαρά βλεπονται γρέγο γαρμπή, μίλια ό (Πορτολ. Α 27313)·
- έλαβεν μνήστρον μετ' αυτής (Ελλην. νόμ. 5164)·
- να παντρευτεί μ’ όποιο … θελήσει (Ερωφ. Β́ 427)·
- ο ρήγας αγγρίστην μετά του (Μαχ. 1888)·
- (με επίθ.):
- σπλαχνικός … με πάσαν ένα (Ερωτόκρ. Ά 227)·
- (με ουσ.):
- συνθήκας έποικεν μετά τους κεφαλάδες (Χρον. Μορ. P 50)·
- ειρήνην ήθελε με τον καθένα να 'χει (Ιστ. Βλαχ. 98).
- Β́ (Επίρρ.) έπειτα:
- άναψαν τα κερία … και μετά τα άναψεν και ο λαός (Προσκυν. ά 11633).
[αρχ. πρόθ. μετά. Οι τ. ματά (συν. ως ά συνθ.), μετέ, μι και μιτά και σήμ. ιδιωμ. Βλ. και μεθότι, μεθότου, μεμιά, μεταταύτα. Η λ. και ο τ. με (Du Cange) και σήμ.]
- Ά Πρόθ. (με γεν. ή αιτιατ. και συχνά με τις προθ. αντάμα, μαζί + αιτιατ.)
- μεταβαίνω.
-
- 1) Πηγαίνω από ένα μέρος σε άλλο:
- (Βακτ. αρχιερ. 179)·
- (μεταφ.):
- (Ερμον. Λ μετά στ. 154).
- 2) Μεταβάλλομαι·
- φρ. μεταβαίνω εις το μέλαν, βλ. μέλας ουδ. 1 φρ.
- 3) (Μεταφ.) ξεφεύγω, παραβαίνω:
- ουδέ μετέβην ορισμού ποτέ μου ένα βήμα (Ριμ. Βελ. ρ 224).
[αρχ. μεταβαίνω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Πηγαίνω από ένα μέρος σε άλλο:
- μεταβάλλω· μεταβάλνω· αόρ. εμεταβάλτην· μτχ. παρκ. μεταβαλμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ.
- 1) Αλλάζω, αντικαθιστώ:
- εις νεανίσκου την στολήν μεταβαλούσα είδος (Διγ. Gr. 2165).
- 2) Μετατρέπω:
- οι θεοί την εμετάβαλαν εις πέτραν (Ροδινός 174).
- 3)
- α) Αλλάζω γνώμη, κ.τ.ό.:
- την γνώμην ουν μεταβαλεί θυμόν καταπραῢνας (Βίος Αλ. 2588)·
- β) κάνω κάπ. να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω:
- προς αυτόν (ενν. τον Αχιλλέα) πολλά γαρ τάξας, ίνα τούτον μεταβάλουν (Ερμον. Ν 382).
- α) Αλλάζω γνώμη, κ.τ.ό.:
- 4) Αλλάζω την ψυχική διάθεση κάπ., ψυχαγωγώ, διασκεδάζω κάπ.:
- κιθάρας δε τῳ κρούσματι θέλων μεταβαλείν σε (Διγ. Gr. 3463).
- 5)
- α) Μεταφράζω:
- να το γράψουν (ενν. το βιβλίον) … φρανζόζικα, … το ποίον εμεταβάλτην εις ρωμαϊκά (Ασσίζ. 36)·
- β) (εδώ προκ. για απόσπ. αρχ. κειμ.) διασκευάζω και μεταγλωττίζω:
- (Αχιλλ. (Smith) N 1908).
- α) Μεταφράζω:
- 6) Αναπληρώνω:
- να μεταβάλουν (ενν. οι γυναίκες) τον καιρόν οπού 'χασι χαμένον (Θησ. (Foll.) I 139).
- 1) Αλλάζω, αντικαθιστώ:
- Β́ Αμτβ.
- 1) Επιφέρω αλλαγές, μεταβολές:
- ο χρόνος … ευκόλως μεταβάλλει (Ερωτοπ. 690).
- 2) Μετακινούμαι, αλλάζω τόπο:
- ηθέλησα μεταβαλείν μόνος με της καλής μου (Διγ. Gr. 2346).
- 1) Επιφέρω αλλαγές, μεταβολές:
- Ά Μτβ.
- II. Μέσ.
- Ά (Μτβ.) αλλάζω, μετριάζω, περιστέλλω κ.:
- Όταν σε έλθει λυπηρόν, … να το μεταβάλλεσαι (Σπαν. (Μαυρ.) P 139).
- Β́ Αμτβ.
- 1) Αλλάζω:
- Περί επαρχίας οπού μεταβάλλεται ο θρόνος της (Βακτ. αρχιερ. 152).
- 2)
- α) Μεταλλάζω, αλλάζω υφή, σύσταση, γίνομαι:
- ο λόγος του Θεού μετεβλήθη εις την σάρκα ή την ψυχήν του Χριστού (Ιστ. πατρ. 891)·
- β) αλλάζω, αλλοιώνομαι:
- (Ιερακοσ. 46411).
- α) Μεταλλάζω, αλλάζω υφή, σύσταση, γίνομαι:
- 3) Αλλάζω διάθεση απέναντι σε κάπ.:
- δράμε στην Δυστυχίαν … και αν τύχει να μεταβληθεί, νομίζω, εις εσένα (Λόγ. παρηγ. Ο 503).
- 4) Αλλάζω γνώμη, δεν παραμένω σταθερός στις απόψεις μου:
- (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 417).
- 5) (Προκ. για συναισθήματα) μετατρέπομαι:
- η … σκληρότης εις ευσπλαχνίαν εμετεβάλθη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. [98]).
- 6) Μετακινούμαι, αλλάζω τόπους:
- συ να μεταβάλλεσαι μετά της ποθητής σου (Διγ. Esc. 1296).
- 1) Αλλάζω:
- Ά (Μτβ.) αλλάζω, μετριάζω, περιστέλλω κ.:
- Φρ.
- 1) Μεταβάλλω κάπ. εις οργήν = οργίζομαι εναντίον κάπ.:
- (Πτωχολ. α 732 κριτ. υπ).
- 2) Μεταβάλλομαι εις χαράν = χαίρομαι:
- (Διγ. Gr. 2097).
[αρχ. μεταβάλλω.Τ. ‑βάνω στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- μεταβάνω· ματαβάνω.
-
- 1) Βάζω, τοποθετώ κ. ξανά:
- Ματαβάλ’ το (ενν. το χέρι) πάλε εις τον κόρφον σου (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 157r).
- 2) Μεταφέρω κ. από ένα μέρος σε άλλο:
- (Αποκ. Θεοτ. II 124-5).
[<πρόθ. μετά + βάνω. Πβ. μεταβάλλω]
- 1) Βάζω, τοποθετώ κ. ξανά:
- μεταβαπτίζω· ματαβαπτίζω.
-
- Βαπτίζω κάπ. ξανά σε μια άλλη ή και την ίδια πίστη:
- (Βακτ. αρχιερ. 133, 138).
[<πρόθ. μετά + βαπτίζω. Η λ. τον 6. αι.]
- Βαπτίζω κάπ. ξανά σε μια άλλη ή και την ίδια πίστη:
- μετάβασις η.
-
- α) Μετακίνηση από ένα τόπο σε άλλο:
- (Ωροσκ. 3816)·
- β) προκ. για κίνηση των ποδιών σε χορό:
- (Διγ. Gr. 1841).
[αρχ. ουσ. μετάβασις. Η λ. και σήμ. (‑η)]
- α) Μετακίνηση από ένα τόπο σε άλλο:
- μεταβεβαιώνω.
-
- Βεβαιώνω ξανά:
- εδιάβησαν εις τον σουλτάνο και εμεταεβεβαιώσανε την αγάπην τους (Χρον. σουλτ. 11433).
[<πρόθ. μετά + βεβαιώνω]
- Βεβαιώνω ξανά:
- μεταβηματίζω.
-
- α) Βαδίζω, περπατώ ξανά:
- μετεβημάτισεν, μικρόν μετεκινήθην (Καλλίμ. 413)·
- β) μετακινούμαι:
- να μεταβηματίσω εκ το σκαλίν το επώδυνον της Κακοδυστυχίας (Λόγ. παρηγ. O 458).
[<πρόθ. μετά + βηματίζω]
- α) Βαδίζω, περπατώ ξανά:
- μεταβλέπω· ματαηβλέπω.
-
- Ξαναβλέπω:
- (Θρ. Κων/π. Βαρβ. 26).
[<πρόθ. μετά + βλέπω· άσχ. το μτγν. μεταβλέπω. Τ. μα‑ σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav.]
- Ξαναβλέπω: