Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσόπαχος
1 εγγραφή
μεσόπαχος, επίθ.
  • Κάπως παχύς:
    • (Ερμον. Ζ 41).

[<επίθ. μέσος + ουσ. πάχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες