Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσοξετρουμισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Μισότρελος:
- οι φόβοι που κρατούσι το νου μου … μεσοξετρουμισμένο (Ερωφ. Δ́ 403).
[<μεσο‑ + μτχ. παρκ. του ξετρουμίζω]
- Μισότρελος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<μεσο‑ + μτχ. παρκ. του ξετρουμίζω]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |