Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσοξετρουμισμένος
1 εγγραφή
μεσοξετρουμισμένος, μτχ. επίθ.
  • Μισότρελος:
    • οι φόβοι που κρατούσι το νου μου … μεσοξετρουμισμένο (Ερωφ. Δ́ 403).

[<μεσο‑ + μτχ. παρκ. του ξετρουμίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες