Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσολορδάδος
1 εγγραφή
μεσολορδάδος, επίθ.
  • Μισοβρόμικος:
    • σοφίτα μεσολορδάδα (Βαρούχ. 8414).

[<μεσο + επίθ. *λορδάδος (<βεν. *lordado ή lordato, με επίδρ. της κατάλ. ‑άδος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες