Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσολάβησις η.
-
- Παρέμβαση· (εδώ) εμπόριο (πιθ. μεσιτεία):
- όσα … απέκτησεν από μεσολάβησιν και πεκούλιον (Βακτ. αρχιερ. 295).
[<μεσολαβώ + κατάλ. ‑σις. Η λ. το 12. αι. και σήμ. (‑η)]
- Παρέμβαση· (εδώ) εμπόριο (πιθ. μεσιτεία):