Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσοθύρι το· μισοθύριν.
-
- (Εκκλ.) η μεσαία πύλη του Αγίου Βήματος, η Ωραία Πύλη:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 519).
[<ουσ. μεσόθυρον + κατάλ. ‑ι]
- (Εκκλ.) η μεσαία πύλη του Αγίου Βήματος, η Ωραία Πύλη:



