Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσοδόκι το· μισοδόκι.
-
- Κεντρικό μεγάλο δοκάρι στο οποίο στηρίζονται τα μικρότερα δοκάρια της στέγης:
- το μέσα σπίτι … έχει μισοδόκια δ́́́́, ακομή ένα στύλο (Βαρούχ. 63313).
[<ουσ. μεσόδοκον (Γλωσσάρ.) + κατάλ. ‑ι(ον). Ο τ. και η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κεντρικό μεγάλο δοκάρι στο οποίο στηρίζονται τα μικρότερα δοκάρια της στέγης: