Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσιακός, επίθ.· μεσακός.
-
- 1) Μεσαίος:
- το τειχιό το μεσιακό (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2232).
- 2) (Xρον.) ενδιάμεσος:
- κρασί … μεσιακόν (ενν. όχι νέον ή παλαιόν) (Αγαπ., Γεωπον. 183).
[<ουσ. μέση + κατάλ. ‑ιακός. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. στο Du Cange και σήμ. λαϊκ.]
- 1) Μεσαίος: