Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσημεριάζω.
-
- (Τριτοπρόσ.) γίνεται μεσημέρι:
- (Διήγ. πανωφ. 56).
[<ουσ. μεσημέρι + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- (Τριτοπρόσ.) γίνεται μεσημέρι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. μεσημέρι + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |