Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεσημεριάζω
1 εγγραφή
μεσημεριάζω.
  • (Τριτοπρόσ.) γίνεται μεσημέρι:
    • (Διήγ. πανωφ. 56).

[<ουσ. μεσημέρι + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες