Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσαστέρι το.
-
- (Διακοσμητικό) άστρο στο μέσο επιφάνειας:
- χρυσούν ωραίον σιρασέρι, όπερ κρεμούν τες εορτές κι έχει έν μεσαστέρι (Παϊσ., Ιστ. Σινά 614).
[<επίθ. μέσος + ουσ. αστέρι]
- (Διακοσμητικό) άστρο στο μέσο επιφάνειας: