Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μερικεύω.
-
- Αφηγούμαι λεπτομερώς:
- πώς δυνηθεί των εκατόν τας λογοσυντυχίας … να τας μερικεύσει; (Λίβ. Sc. 3030).
[<επίθ. μερικός + κατάλ. ‑εύω. Η λ. τον 7. αι.]
- Αφηγούμαι λεπτομερώς: