Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μερικεύω
1 εγγραφή
μερικεύω.
  • Αφηγούμαι λεπτομερώς:
    • πώς δυνηθεί των εκατόν τας λογοσυντυχίας … να τας μερικεύσει; (Λίβ. Sc. 3030).

[<επίθ. μερικός + κατάλ. ‑εύω. Η λ. τον 7. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες