Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μελιτζάνα η· μελιντζάνα.
-
- Μελιτζάνα:
- (Κρασοπ. V 80 (έκδ. ‑τσάνα)).
- Ως προσωποπ.:
- (Πωρικ. I 108).
[<ουσ. *μαντζιτζάνα (πβ. τ. μανζιζάνα και ματζιζάνα στο Du Cange, λ. μαζιζάνιον) <ουσ. μαντζιτζάνιν, με επίδρ. πιθ. του ουσ. μέλι ή του ιταλ. melongiana (ιδιωμ.) - melanzana (DEI, στη λ.· πβ. αυτ. και τους διαλεκτ. τ. melingiano και melinzanu). Ο τ. (Somav.) και η λ. και σήμ.]
- Μελιτζάνα: