Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μελαχρινός, επίθ.
-
- Μελαχρινός:
- (Ch. pop. 448).
- H λ. ως επών.:
- (Σφρ., Χρον. 264).
[παλαιότ. επίθ. μελαγχρινός (L‑S Suppl.) <αρχ. μελαγχρής - μελάγχρους + κατάλ. ‑ινός. Η λ. στο Βλάχ. (‑χροι‑) και σήμ.]
- Μελαχρινός: