Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλόσχημος
1 εγγραφή
μεγαλόσχημος, επίθ.
  • (Εκκλ. προκ. για μοναχό) που έχει ενδυθεί το «μεγάλο σχήμα», που υπάγεται στην πρώτη μοναχική βαθμίδα:
    • (Βακτ. αρχιερ. 167), (Γαδ. διήγ. 301).

[μτγν. επίθ. μεγαλόσχημος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες