Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγαλομουστακάτος
1 εγγραφή
μεγαλομουστακάτος, επίθ.
  • Που έχει μεγάλο μουστάκι:
    • ποντικόν μεγαλομουστακάτον (Διήγ. παιδ. 34).

[<επίθ. μεγάλος + μουστακάτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες