Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεγαλογράμματος, επίθ.
-
- (Προκ. για ιμάτιο) που έχει μεγάλα επιβλήματα σε σχήμα γραμμάτων:
- το μεγαλογράμματον ιμάτιν το κνηκάτον (Προδρ. I 60).
[<επίθ. μεγάλος + ουσ. γράμμα· πβ. επίθ. μεγαλόγραμμος στο Du Cange, λ. γράμμα. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για ιμάτιο) που έχει μεγάλα επιβλήματα σε σχήμα γραμμάτων: