Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεγάλος
9 εγγραφές [1 - 9]
μεγάλος, επίθ.,
βλ. μέγας.
μεγαλοσιάνος ο.
  • 1) Σπουδαίο, επιφανές πρόσωπο:
    • μεγαλοσιάνους παιδιών του Ισραέλ (Πεντ. Έξ. XXIV 11).
  • 2)
    • α) 'Αρχοντας, ηγεμόνας:
      • (αυτ. Έξ. XXII 27), (ΧV 15
      • (περιοχής):
        • μεγαλοσιάνος της ηγής (αυτ. Γέν. XXXIV 2.
    • β) αρχηγός (φυλής):
      • μεγαλοσιάνος εις τα παιδιά του Εφραίμ (αυτ. Αρ. ΙΙ 18
      • (κοινότητας):
        • οι μεγαλοσιάνοι της συναγωγής (αυτ. Έξ. XVI 22
      • (πατριάς):
        • μεγαλοσιάνος σπίτι γονιού (αυτ. Αρ. III 30

[αβέβ. ετυμ. (βλ. Ανδρ., ΛΚΝ). Τ. ‑σάνος σήμ. κρητ. και ‑σάνος, κ.ά. ποντ.· τ. ‑λου‑ λαϊκ.]

μεγαλόστομος, επίθ.
  • Που έχει μεγάλο στόμα:
    • πετρίτης … μεγαλόστομος (Ορνεοσ. 5781).

[αρχ. επίθ. μεγαλόστομος. Η λ. και σήμ.]

μεγαλοσύνη η.
  • 1)
    • α) Μεγαλείο, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια:
      • Υιός Θεού, καθήμενος εις τον Θρόνον της μεγαλοσύνης του (Ροδινός 117
      • την δόξαν … και την μεγαλοσύνην των ιερέων (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [517]
    • β) αξιοπρέπεια, υπερηφάνεια:
      • ογιά τιμή κι ογιά ευγενειά κι ογιά μεγαλοσύνη (Ερωτόκρ. Ά 2167).
  • 2)
    • α) Απεριόριστη έκταση, απεραντοσύνη:
      • την μεγαλοσύνην του ουρανού (Ασσίζ. 3526
    • β) μέγεθος:
      • σκουτάρια … μίας μεγαλοσύνης κι ενού βάρους κι ενού μάκρους (Ασσίζ. 4679).

[μτγν. ουσ. μεγαλωσύνη. Η λ. και σήμ.]

μεγαλοσχημίζω ‑ μεγαλοσχημώ.
— Βλ. και μεγαλοσχημονώ.
  • (Προκ. για μοναχό) γίνομαι μεγαλόσχημος (βλ. ά.):
    • εκοιμήθη ο … Γεώργιος … και εις τον θάνατον αυτού εμεγαλοσχήμησεν (Νεκρολ. φ. 149v).

[<επίθ. μεγαλόσχημος. Η λ. ‑μώ στο Steph. (‑έω)]

μεγαλοσχημικός, επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται στο μεγαλόσχημο μοναχό:
    • … μεγαλοσχημικόν αυτού (ενν. του Γεωργίου) όνομα … Γαβριήλ (Νεκρολ. φ. 149v).

[<επίθ. μεγαλόσχημος + κατάλ. ‑ικός]

μεγαλοσχημονώ.
— Βλ. και μεγαλοσχημώ.
  • Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. = μεγαλόσχημος (βλ. ά.):
    • (Βακτ. αρχιερ. 166).

[<αρχ. επίθ. μεγαλοσχήμων.]

μεγαλόσχημος, επίθ.
  • (Εκκλ. προκ. για μοναχό) που έχει ενδυθεί το «μεγάλο σχήμα», που υπάγεται στην πρώτη μοναχική βαθμίδα:
    • (Βακτ. αρχιερ. 167), (Γαδ. διήγ. 301).

[μτγν. επίθ. μεγαλόσχημος. Η λ. και σήμ.]

μεγαλοσχημώ,
βλ. μεγαλοσχημίζω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες