Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαύρος (I), επίθ.
-
- 1)
- α) Που έχει μαύρο χρώμα:
- μαύρον καλαμμαύχιν (Προδρ. II 26-12 χφ H κριτ. υπ.)·
- μαύρος πολλά ως τον κόρακαν (Λίβ. Esc. 2687)·
- (προκ. για το Χάρο και το διάβολο):
- (Ευγέν. 693), (Περί ξεν. Α 471)·
- έκφρ. μαύρα πνεύματα = οι δαίμονες:
- (Θησ. Ί [971])·
- β) μελαχρινός, μελαψός:
- (Πανώρ. Ά 275)·
- μαύρη ως Σαρακήνα (Λίβ. N 2441)·
- γ) σκούρος, σκοτεινόχρωμος:
- μαύρα νέφαλα (Ροδολ. Ά 739)·
- έναν κάβο δασερόν μαύρον (Πορτολ. Α 2188).
- α) Που έχει μαύρο χρώμα:
- 2) Που φορά μαύρα ρούχα:
- (Ερωτόκρ. Β́ 591).
- 3) Σκοτεινός:
- εις την μαύρην φυλακήν και την σκοτεινιασμένην (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 5)·
- στον μαύρον Άδη (Αχέλ. 645)·
- εκφρ. μαύρη βασιλεία και μαύρη σκοτεινότατη γη = ο Άδης:
- (Θησ. Θ́ [256]), (Λίβ. Esc. 3846)·
- 4) (Προκ. για δόντια) χαλασμένος, σάπιος:
- (Στάθ. Β́ 254).
- 5) Μεταφ.
- α) κακός, μοχθηρός:
- με την μαύρην θάλασσαν βρίσκονται κακιωμένοι (Θρ. Κύπρ. Μ 105)·
- β) αντίξοος, κακός:
- «πότε τ’ ανθρώπου φαίνεται (ενν. η τύχη) άσπρη και πότε μαύρη» (Θησ. Ϛ́ [15])·
- γ) άτυχος:
- (Άσμα σεισμ. 4)·
- δ) δυστυχισμένος, πονεμένος, πικραμένος:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39618), (Ερωφ. Γ́ 193)·
- μαύρην καρδίαν έχουσιν οι ξένοι ονειδισμένοι (Αλφ. ξεν. Αθ. 77)·
- ε) σκοτεινός, πένθιμος, θλιβερός:
- μαύρ’ ήτονε και θλιβερή γι’ αυτούς εκείν’ η μέρα (Άσμα σεισμ. 6)·
- τα μαύρα τα μαντάτα (Σταυριν. 878)·
- στ) (προκ. για το θάνατο) απεχθής:
- (Αχέλ. 407)·
- ζ) λερωμένος, βρόμικος:
- ένας άνθρωπος … μαύρος από τες αμαρτίες (Βακτ. αρχιερ. 216)·
- η) (επιτ., προκ. για μεγάλη στενοχώρια, λύπη, πένθος, κ.τ.ό.):
- μες στην μαύρην θλίψην (Κυπρ. ερωτ. 1548)·
- μαύρα μου μοιρολόγια (Μαρκάδ. 390)·
- φρ. χύνω μαύρα δάκρυα = κλαίω, θρηνώ με πολλή θλίψη και πόνο:
- (Ανακάλ. 40), (Διακρούσ. 9422).
- α) κακός, μοχθηρός:
- Η λ. σε τοπων.:
- (Σφρ., Χρον. 1686, 19223), (Πορτολ. Α 1719), (Αχέλ. 1412), (Διήγ. πανωφ. 59).
- Το αρσ. ως ουσ. = άλογο μαύρου χρώματος, συχνά πολεμικό:
- Στράτορα … απόστρωσε τον μαύρον μου και στρώσε μου τον γρίβαν (Διγ. Esc. 798· Αχιλλ. L 907).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Μελάνι (της σουπιάς):
- μαύρον σηπίας κοχλιάριον ά (Ορνεοσ. 52724).
- 2) (Στον πληθ.) τα μαύρα ρούχα, τα πένθιμα:
- σηκώνουσινε το νεκρό, τα μαύρα φορεμένοι (Ερωτόκρ. Δ́ 1964).
- 1) Μελάνι (της σουπιάς):
[μτγν. επίθ. μαύρος. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- Μαύρος (II) ο.
-
- 1) (Στον πληθ.) ονομασία λαού της Β. Αφρικής:
- υπέταξα … Έλληνας, Ίβηρας, … Μαύρους (Διαθ. Αλ. 25519).
- 2) Μόρος (βλ. ά.)·
- (εδώ) προκ. για μαύρο υπηρέτη:
- εκρεμμάσαν τον μαύρον του Περότ (Μαχ. 60222· 6268). [μτγν. εθν. Μαύρος (TLG). Η λ. και σήμ. (μ‑)]
- (εδώ) προκ. για μαύρο υπηρέτη:
- 1) (Στον πληθ.) ονομασία λαού της Β. Αφρικής:
- μαυροσυννεφιασμένος, μτχ. επίθ.
-
- (Προκ. για τον ουρανό) που έχει μαύρα σύννεφα:
- (Ιερόθ. Αββ. 332).
[<επίθ. μαύρος + μτχ. παρκ. του συννεφιάζω]
- (Προκ. για τον ουρανό) που έχει μαύρα σύννεφα:



