Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαϊμού
2 εγγραφές [1 - 2]
μαϊμού η.
  • Πίθηκος:
    • την μαϊμού, το μίμηστρον, το παίγνιον του κόσμου (Διήγ. παιδ. 37).
  • Η λ. και τ. μαμού και μιαμού ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 12612 και κριτ. υπ.), (Φορτουν. Β́ 440).

[<τουρκ. maymun <αραβ. maymūn (βλ. και Καραποτόσογλου 1991: 315 σημ. 72). Όχι πιθ. να πρόκ. για αντιδ. (πβ. μτγν. ουσ. μιμώ, TLG). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

μαϊμούνα η,
βλ. μούνα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες