Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαχανιάζω
1 εγγραφή
μαχανιάζω.
  • Τραυματίζω:
    • (Ασσίζ. 43329), (Μαχ. 42413).

[<παλαιότ. γαλλ. mahaignier. Το μέσ. σήμ. κύπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες