Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυρομάτης
1 εγγραφή
μαυρομάτης, επίθ.
  • 1) Που έχει μαύρα μάτια:
    • μαυρομάτα μου έμορφη, έκαψες την καρδιάν μου (Ch. pop. 544).
  • 2) Προκ. για είδος φασολιού:
    • Φασούλιον τον κοιλιοπρήστην και μαυρομάτην (Πωρικ. III 61).

[<επίθ. μαύρος + ουσ. μάτι. Η λ. το 14. αι., στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες