Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυρομάνικος
1 εγγραφή
μαυρομάνικος, επίθ.
  • (Προκ. για μαχαίρι) που έχει μαύρη λαβή:
    • (Νομοκ. 38620).

[<επίθ. μαύρος + ουσ. μανίκι(ν). Η λ. στο Du Cange (λ. μαύρος) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες