Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυρογενούδης
1 εγγραφή
μαυρογενούδης, επίθ.
  • Που έχει κάπως μαύρο γένι:
    • (Συναδ. φ. 35r).

[<επίθ. μαυρογένης + κατάλ. ‑ούδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες