Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματρώνα
1 εγγραφή
ματρώνα η.
  • Οικοδέσποινα· αρχόντισσα:
    • η μακαρισμένη εκείνη Αμμία η ματρώνα (Ροδινός 211).

[μτγν. ουσ. ματρώνα (L‑S Suppl.) <λατ. matrona]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες