Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ματρώνα η.
-
- Οικοδέσποινα· αρχόντισσα:
- η μακαρισμένη εκείνη Αμμία η ματρώνα (Ροδινός 211).
[μτγν. ουσ. ματρώνα (L‑S Suppl.) <λατ. matrona]
- Οικοδέσποινα· αρχόντισσα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. ουσ. ματρώνα (L‑S Suppl.) <λατ. matrona]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |