Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ματζόρος
1 εγγραφή
ματζόρος ο· γεν. ματζόρο.
  • Ταγματάρχης:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2562, 32826).

[<βεν. mazor. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες