Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ματζέτα η.
-
- (Νεαρή) αγελάδα, δαμάλα:
- (Βαρούχ. 8323), (Φορτουν. Β́ 316).
[<βεν. manzeta. Τ. ‑ζ‑ στο Somav. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Κόμης)]
- (Νεαρή) αγελάδα, δαμάλα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<βεν. manzeta. Τ. ‑ζ‑ στο Somav. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Κόμης)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |