Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ματζέτα η.
-
- (Νεαρή) αγελάδα, δαμάλα:
- (Βαρούχ. 8323), (Φορτουν. Β́ 316).
[<βεν. manzeta. Τ. ‑ζ‑ στο Somav. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Κόμης)]
- (Νεαρή) αγελάδα, δαμάλα: