Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ματζάνα η.
-
- Μελιτζάνα:
- (Προδρ. III 197-6 χφ P κριτ. υπ).
- Ως προσωποπ.:
- (Πωρικ. I 108 κριτ. υπ).
[<ουσ. ματζιτζάνα (Meursius, Du Cange) <μα(ν)τζιτζάνιν. Τ. ‑ντζ‑ σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Du Cange]
- Μελιτζάνα: