Επιτομή Λεξικού Κριαρά
47 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ματά, πρόθ.,
- βλ. μετά.
- ματαβάνω,
- βλ. μεταβάνω.
- ματαβαπτίζομαι,
- βλ. μεταβαπτίζομαι.
- ματαβαπτίζω,
- βλ. μεταβαπτίζω.
- ματαγγαστρώνομαι,
- βλ. μεταγγαστρώνομαι.
- ματαγεννούμαι,
- βλ. μεταγεννούμαι.
- ματαγίνομαι,
- βλ. μεταγίνομαι.
- ματαγλωττούμαι,
- βλ. μεταγλωττώ.
- ματαγυρίζω,
- βλ. μεταγυρίζω.
- ματαδέχομαι,
- βλ. μεταδέχομαι.