Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασκαράς
1 εγγραφή
μασκαράς ο· μασχαράς· μοσχαράς.
  • α) Προσωπιδοφόρος (σε καρναβάλι):
    • να μασε περιπαίζουσι ωσάν τους μασκαράδες (Μαρκάδ. 454
  • β) γελωτοποιός:
    • Παιγνίδια είχουν 'ρίφνητα και μοσχαράδες τόσους (Θησ. Ζ́ [1053]).

[<βεν. - παλαιότ. ιταλ. scara + κατάλ. ‑άς, αν όχι <βεν. imascarà «μασκαρεμένος»· πβ. και τουρκ. maskara - mashara. Ο τ. μασχ‑, καθώς και τ. μοσκ‑, στο Du Cange. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες