Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαρτυρικώς
1 εγγραφή
μαρτυρικώς.
  • Με αποδείξεις, βεβαιώσεις:
    • μαρτυρικώς μου το 'δειξαν (ενν. οι θεοί) (Θησ. Ί́ [678]).

[<επίθ. μαρτυρικός. Η λ. με διαφορ. σημασ. τον 4. αι. (TLG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες