Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαρμάρωσις η.
-
- Μαρμαρόστρωση:
- λαμπράν μαρμάρωσιν (Hagia Sophia 5271 κριτ. υπ).
[<μαρμαρόω + κατάλ. ‑σις. Η λ. τον 4. αι. (L‑S Suppl.)]
- Μαρμαρόστρωση:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<μαρμαρόω + κατάλ. ‑σις. Η λ. τον 4. αι. (L‑S Suppl.)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |