Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαριόλος
1 εγγραφή
μαριόλος, επίθ.
  • 1) Άνθρωπος πονηρός, απατεώνας:
    • πε είντα το 'καμες, μαριόλο, το σπαθί μου (Κατζ. Έ 481).
  • 2) Πονηρός κόλακας:
    • ο βασιλιός εσύ 'σαι τω μαριόλω (Στάθ. Ά 125).

[<βεν. mariol - ιταλ. mariolo. Η λ. στο Βλάχ. (‑ργιό‑) και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες