Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαριολιά
1 εγγραφή
μαριολιά η.
  • Πονηριά, δόλος απάτη:
    • να μη γένει μαριολιά και λάθος σε κιανένα (Ερωτόκρ. Β́ 1278 κριτ. υπ.· Φορτουν. Ά 42).

[<επίθ. μαριόλος + κατάλ. ‑ιά. Η λ. στο Βλάχ. (‑ργιο‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες