Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαργαριταρένιος επίθ.· μαργαριταρένος.
-
- Στολισμένος με μαργαριτάρια:
- σέλαν … μαργαριταρένιαν (Διγ. Esc. 1050).
[<ουσ. μαργαριτάρι(ν) + κατάλ. ‑ένιος. Τ. ‑έινος στον Ψευδο-Κωδ. και στο Meursius. Ο τ. ‑ένος και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Στολισμένος με μαργαριτάρια: