Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαργαριτάριον το· μαργαριτάρι· μαργαριτάριν· γεν. εν. μαργαριτάρου· γεν. πληθ. μαργαριτάρων.
-
- Μαργαριτάρι:
- (Λόγ. παρηγ. L 291)·
- ρεβιθάτον μαργαριτάρι (Διήγ. Αλ. V 39)·
- δόντια μαργαριτάρια (Βέλθ. 702)·
- (σε μεταφ.):
- Το ριζικό κι η μοίρα σας να αθιού μαργαριτάρια (Στάθ. Γ́ 513).
[<ουσ. μαργαρίτης + κατάλ. ‑άριον. Η λ. σε παπύρ. και στο Meursius. Ο τ. ‑ιν τον 9. αι. και σήμ. ποντ. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ.]
- Μαργαριτάρι: