Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντσιπατσιόν
1 εγγραφή
μαντσιπατσιόν η· μαλτσιπατσιόν.
  • Χειραφέτηση:
    • ρεμοβέρεται από κείνη τη μαλτσιπατσιόν (Βαρούχ. 6534
    • ινστρουμέντου τση μαντσιπατσιός (αυτ. 2893).

[<βεν. mancipazion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες