Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαντεία η· μαντειά.
-
- 1) Μαντεία, χρησμολογία:
- (Διγ. Z 49).
- 2) Μαντική τέχνη:
- έμαθα … ακόμη και μαντεία (Ευγέν. Πρόλ. 12).
- 3) Μαγική πράξη:
- αφότου εκατουνέψασιν, επιάσαν τες μαντειές τους (Χρον. Μορ. H 5305).
[αρχ. ουσ. μαντεία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μαντεία, χρησμολογία: