Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντήλι
3 εγγραφές [1 - 3]
μαντήλι το· μανδήλι· μανδήλιν· μαντήλιν· μαντήλιον.
  • 1) Πετσέτα (χεριών - φαγητού):
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 376
    • το τραπέζιν μ’ έθηκεν και σύρνει με μαντήλιν (Προδρ. III 273-48 χφ P κριτ. υπ).
  • 2) (Γενικ.) κομμάτι ύφασμα με ποικίλες διαστάσεις, σύσταση και χρήση:
    • με μανδήλιν σπαστρικόν την μέσην του να ζώσει (Χούμνου, Κοσμογ. 2427
    • τυφλώνουσιν τα μάτια του με το χρυσόν μαντήλιν (Ριμ. Βελ. ρ 110
    • Μανδήλιν χρυσιοτίμητον (Ιμπ. 376
    • του Νεεμάν … το μανδήλιν (Διγ. Gr. 758
    • (ως κάλυμμα του κεφαλιού):
      • ασκέπαστος γαρ ήτονε, δεμένος με μανδήλιν (Ημερολ. 6
    • (εκκλ.):
      • άγια ποτήρια, σταυρούς, … μαντήλια (Ασσίζ. 4330).

[<μτγν. ουσ. μανδήλιον (TLG) <λατ. mantelium. Οι τ. μανδ‑ και ‑ιον στο Du Cange (λ. μανδύλιον). Η λ. στο Βλάχ. (‑ντί‑) και σήμ. (ά. γρ. ‑ντί‑)]

μαντηλίδα η.
  • Είδος χρυσάνθεμου:
    • πιάνει δυο τρεις μαντηλίδες να τσι φάγει (Κατά ζουράρη 89).

[<ουσ. μαντήλι + κατάλ. ‑ίδα. Τ. ‑νδ‑ στο Du Cange. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ά. γρ. ‑ντι‑)]

μαντηλίτσι(ν) το.
  • Μαντηλάκι:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1350).

[<ουσ. μαντήλι(ν) + κατάλ. ‑ίτσι(ν). Η λ. (‑ι) και σήμ. ιδιωμ. (Georgacas 1982: 228)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες