Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντέλλο
1 εγγραφή
μαντέλλο το· μανδέλλο· μαντέλλον· μαντήλλον.
  • Μανδύας, επανωφόρι:
    • Μαντέλλον εσκεπάσθηκεν (Πόλ. Τρωάδ. 480).

[<ιταλ. mantello. Η λ. (Meursius, ‑έλω) και τ. ‑ήλλο και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες