Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαντάτον το· μανδάτον· μαντάδο· μαντάτο.
-
- 1) Παραγγελία, μήνυμα:
- μαντάτα απόστειλε (ενν. ο πάπας) εις αυτόν, … αν θέλει να έλθει (Χρον. Μορ. H 5986).
- 2) Διαταγή:
- αφέντης του ’στειλεν μαντάτον … στην Μάλταν ν’ απομείνουσιν (Αχέλ. 1871).
- 3) Είδηση:
- Μανθάνοντα το κάτεργον τα μαντάτα τούτα, … εστράφη να έλθει εις την Κύπρον (Μαχ. 27224).
- 4) Προμήνυμα:
- να μακρύνω απ’ την καρδιά τσ’ αγάπης τα μαντάτα (Ερωτόκρ. Ά 376).
[παλαιότ. ουσ. μανδάτον (5. αι.) <λατ. mandatum. Ο τ. ‑ο στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Παραγγελία, μήνυμα: